γραμμογράφηση

γραμμογράφηση
η
1. χάραξη γραμμών με ειδικό μηχάνημα πάνω σε φύλλα χαρτιού.
2. σχηματική απεικόνιση με γραμμές: Οι σχεδιαστές ασχολούνται συνεχώς με γραμμογραφήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραμμογράφηση — η 1. χάραξη γραμμών σε χαρτί με ειδικές μηχανές 2. σχηματική απεικόνιση με γραμμές …   Dictionary of Greek

  • γραμμογραφία — η 1. η γραμμογράφηση 2. βιομηχανία γραμμογράφησης …   Dictionary of Greek

  • γραμμογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραμμογράφηση …   Dictionary of Greek

  • γραμμογράφος — ο όργανο ή μηχάνημα χρήσιμο στη γραμμογράφηση, γραμμοσύρτης: Γραμμογράφος μελάνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμογραφικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τη γραμμογράφηση: Για τη δουλειά του χρειάστηκε να αγοράσει γραμμογραφική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”